αγιόψυχος

αγιόψυχος
-η, -ο
1. αυτός που έχει ψυχή αγίου, ο ενάρετος
2. (ειρωνικά) υποκριτής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άγιος + ψυχή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αγιόψυχος — η, ο αυτός που έχει αγαθή ψυχή: Είναι άνθρωπος αγιόψυχος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ψυχή — I Λεπιδόπτερο έντομο της οικογένειας των ψυχιδών. Το γένος αυτό αριθμεί πολλά είδη, που ζουν κυρίως στην Ευρώπη. Το χαρακτηριστικότερο γνώρισμα των ψ. είναι ο γεννητικός του διμορφισμός. Τα αρσενικά έχουν φτερά και χνουδωτό σώμα και πετούν συχνά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”